- λυχνοκαίη
- λυχνοκαΐη , λυχνοκαίαlighting of lampsfem nom/voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λυχνοκαΐα — λυχνοκαΐα, ιων. τ. λυχνοκαΐη, ἡ (Α) 1. το άναμμα λύχνων, η λυχναψία 2. ως κύριο όν. ἡ Λυχνοκαΐα ονομασία εορτής στην Αίγυπτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + καΐα (< καίω), πρβλ. ηλιο καΐα, λιβανο καΐα] … Dictionary of Greek